- κιλλίβας
- κιλλίβᾱς , κιλλίβαςthree-legged standmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιλλίβας — κιλλίβας, αντος, ὁ (Α) βλ. κιλλίβαντας … Dictionary of Greek
κιλλιβάντων — κιλλίβας three legged stand masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντα — κιλλίβας three legged stand masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντας — κιλλίβας three legged stand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντες — κιλλίβας three legged stand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντι — κιλλίβας three legged stand masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντος — κιλλίβας three legged stand masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
κελλίβας — κελλίβας, ατος, ὁ (Α) πάπ. πιθ. κιλλίβας*, κινητή τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»] … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek